καραμουσαλής

καραμουσαλής
καραμουσαλής, ὁ (Μ)
βλ. καραμουσάλι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καραμουσάλι — και καραμουσέλι, το (Μ καραμουσαλί και καραμουσάλ[λ]ιν, τὸ, και καραμουσαλής, ὁ) είδος ιστιοφόρου πλοίου, ο μαρτίγος* τού ναυτικού αγώνα τού 1821. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. karamusal] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”